γυροβόλι

γυροβόλι
το [γυροβολώ]
1. περιφορά
2. περιφέρεια κύκλου
3. σύλληψη κάποιου με κυκλωτική κίνηση
4. περιφερικό φράγμα από καλάμια που χρησιμοποιείται στα ιχθυοτροφεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”